-
1 έξεχον
ἐξέχωstand out: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐξέχωstand out: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
2 ἔξεχον
ἐξέχωstand out: imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)ἐξέχωstand out: imperf ind act 1st sg (homeric ionic) -
3 εξέχον
ἐξέχωstand out: pres part act masc voc sgἐξέχωstand out: pres part act neut nom /voc /acc sg -
4 ἐξέχον
ἐξέχωstand out: pres part act masc voc sgἐξέχωstand out: pres part act neut nom /voc /acc sg -
5 εἰσέχω
εἰσέχω, used intr. by Hdt.,A stretch into, κόλπος ἐκ τῆς βορηΐης θαλάσσης ἐσέχων ἐπὶ Αἰθιοπίης a bay running in from the north sea towards Ethiopia, Hdt.2.11 ; ; ἦν θάλαμος ἐσέχων ἐς τὸν ἀνδρεῶνα the chamber opened into the men's apartment, Id.3.78 ; ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὁ ἥλιος the sun shining into the house, Id.8.137 : abs., ἐκ τοῦ Νείλου διώρυχες ἐσέχουσι (sc. ἐς τὴν γῆν) Id.2.138.II in pictures, τὸ ἐσέχον is the retiring part, the shade, opp. ἐξέχον (the high lights), Philostr. VA 2.20.b στέρνα ἐσέχοντα hollow chests, Id.Gym.35. -
6 λαπαρός
A slack, loose, τὸ λ. τῆς πλευρῆς, = λαπάρα, Hp.Art. 50; of the bowels, Id.Prog.11; λαπαρὸς εἰλεός, Id.Epid.2.6.26, Orib. 8.28.5; λ. γίνεσθαι have the bowels opened, Arist.Pr. 935b28;ἵππος λ. ὢν ἀλγεῖ Id.HA 604b16
(nisi leg. λαπάρας ἀνέλκει); of a dislocated joint,ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον Hp.Mochl.24
; hollow, of a cushion,μέσον κατὰ μῆκος ποιήσαντα λαπαρόν Id.Fract.16
; πλευρέων ὀδύναι λαπαραί, perh. slight, Id.Epid.6.3.18 (so perh. λ. εἰλεός above). Adv. -ρῶς, ὑποχονδρίου ἔντασις λαπαρῶς, i.e. without swelling, ib. 3.1.β (opp. μετ' ὄγκου acc. to Gal.ad loc.).II lewd, lecherous, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαπαρός
-
7 ἐξέχω
2 abs., stand out, be prominent, Hp.VC1;ἐξέχοντα ὦτα Corn.ND27
; ἐξέχοντα convexities, opp. κοῖλα, Pl.R. 602c; τὸ ἐξέχον in painting, Philostr.VA2.20:—[voice] Pass., τὰ ἐξεχόμενα projecting panels, LXX 3 Ki.7.16(29).b of the sun, shine out, appear,ἢν ἐξέχῃ ἕλη κατ' ὄρθρον Ar.V. 771
; ἔξεχ', ὦ φίλ' ἥλιε shine out, fair sun, Id.Fr. 389; πρὶν ἥλιον ἐ. before sunrise, Lexap. D.43.62.c metaph., to be prominent, distinguished,ἀρετῇ Ascl. Tact.7.2
;ὁ ἐξέχων ἀνήρ Demetr.Eloc. 146
;οἱ τῶν στρατιωτῶν ἐξέχοντες Hdn.2.7.7
; ἐξέχει ἐν ἑκάστῳ ἄλλο each has its own distinction, Plot.5.8.4.II to be attached to, depend on, cling to,τοῦ θείου Porph. Marc.11
:—but usu. [voice] Med.,τινός D.H.1.79
, POxy.1027.6 (i A.D.), D.Chr.45.5;σώματα ψυχῶν ἐξέχεται Dam.Pr.99
, cf. Procl.Inst. 100 (but prob. corrupt in sense give up, withdraw from, J.AJ3.12.3). -
8 γεῖσον
Grammatical information: n.Meaning: `projecting part of the roof, cornice' (E.).Derivatives: γείσωμα `pent-house' (Poll.; cf Chantr. Form. 186f.); γείσωσις τὸ τῆς στέγης ἐξέχον H. (EM), from γεισόω (EM), but s. Chantraine 288.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Acc. to Steph. Byz. s. Μονόγισσα Carian, comparing Car. γίσσα `stone' (which does not fit very well). Fur. 117 compares Georg. kviša `pyrite (Kies)' etc. Further κίσηρις `pumice-stone' (Arist.). In any case a LW [loanword] like many other terms for building, cf. Schwyzer 62; the term will be an Anatolian LW [loanword] or (=?) Pre-Greek.Page in Frisk: 1,293Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γεῖσον
-
9 στεῖρα 2
στεῖρα 2.Grammatical information: f.,Meaning: `forepart of the keel, stem' (Α 482 = β 428), = τὸ ἐξέχον τῆς πρῴρας ξύλον κατὰ την τρόπιν H.; enlarged στείρωμα = τρόπις H.Other forms: Dat. - ρῃ.Derivatives: ἀνά-στειρος `with the prow pointing up, with a high stem' (Plb.).Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Like 1. στεῖρα old feminine formation (cf. esp. the semant. close πρῳ̃ρα), beside στερεός (s.v.); so prop. "the rising up stiff " v. t.; the word is then identical to στεῖρα 1.Page in Frisk: 2,783Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στεῖρα 2
См. также в других словарях:
ἐξέχον — ἐξέχω stand out pres part act masc voc sg ἐξέχω stand out pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξεχον — ἐξέχω stand out imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐξέχω stand out imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CORNU Crucis — Graecis Κέρας quoque, Iustino contra Tryph. Καὶ τὸ εν τῷ μέσῳ πηγνύμενον ξύλον ὡς κέρας καὶ αὐτὸ ἐξέχον ἐςτὶν, ἐφ᾿ ᾧ ἐποχοῦνται οἱ ςταυρούμενοι. Et illud in medio (crucis) defixum lignum, ut cornu ipsum etiam eminet, in quo feruntur et quasi… … Hofmann J. Lexicon universale
PICTOR — I. PICTOR cognomentum C. Fabii filii; qui an. Urb. Cond. 550. ut ait Plin. l. 35. c. 4. aedem Salutis pinxit, indeque cognomen hoc familiae primus intulit. Pater fuit C. Fabii, qui anno 585. nempe 35. annis, post pictam a Patre aedem Salutis, cum … Hofmann J. Lexicon universale
SUGGRUNDARUM — a subtus gerendo, locus dicebatur olim, ubi infantes, qui, ante dentes natos, obierunt, sepeliebantur. Ita eium Fulgentius Planciades de prisco Serm, Suggrundaria Antiqui dicebant sepulchra infantium, qui necdum 40. dies implêssent, quae neciam… … Hofmann J. Lexicon universale
εξέχω — (AM ἐξέχω) [έχω] 1. σχηματίζω προεξοχή 2. υπερέχω, είμαι ανώτερος 3. (η μτχ. ενεστ. ως επιθ.) εξέχων, εξέχουσα, εξέχον υπέροχος, ξεχωριστός, διακεκριμένος αρχ. 1. (για τον ήλιο) λάμπω 2. είμαι εξαρτημένος («ἐξέχειν τοῡ θείου») 3. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
λαπαρός — λαπαρός, ά, όν (Α) 1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρ β. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.) 2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό 3. (για πόνο) ελαφρός, μαλακός 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».… … Dictionary of Greek
περίπτερος — η, ο / περίπτερος, ον, ΝΑ αρχιτ. (κυρίως για αρχαίο ναό) αυτός που περιβάλλεται από σειρά κιόνων, από κιονοστοιχία, και στις τέσσερεις πλευρές του («ο πιο γνωστός περίπτερος ναός είναι ο Παρθενών») αρχ. 1. αυτός που πετά, που φεύγει ολόγυρα 2.… … Dictionary of Greek
πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek